κειμηλίωσις

κειμηλίωσις
κειμηλίωσις, ἡ (Α) [κειμηλιώ]
η φύλαξη και αποταμίευση των κειμηλίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”